- σαραντάρης
- ο , σαραντάρα и σαραντάρισσα η сорокалетний мужчина; сорокалетняя женщина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Σαραντάρης, Γιώργος — Έλληνας ποιητής και φιλόσοφος (Κωνσταντινούπολη 1908 Αθήνα 1941). Δύο χρόνια μετά τη γέννηση του ως το 1931 έζησε, εξαιτίας των εμπορικών ασχολιών του πατέρα του, στην Ιταλία, όπου έκαμε και τις πανεπιστημιακές του σπουδές (νομικά και φιλοσοφία) … Dictionary of Greek
σαραντάρης — ο, θηλ. σαραντάρα και σαραντάρισσα, Ν άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα, σαράντα ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + κατάλ. άρης (πρβλ. τριαντ άρης)] … Dictionary of Greek
σαραντάρης — ο θηλ. σαραντάρα αυτός που είναι σαράντα χρονών: Παντρεύτηκε έναν σαραντάρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Капетанакис, Димитриос — Димитриос Капетанакис греч. Δημήτριος Καπετανάκης Род деятельности: поэт, критик, переводчик, философ Дата рождения … Википедия
-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek
σαραντάρα — και σαραντάρισσα, η Ν βλ. σαραντάρης … Dictionary of Greek
σαραντάρικος — η, ο, Ν [σαραντάρης] αυτός που διαρκεί σαράντα ημέρες ή αυτός που είναι 40 χρόνων … Dictionary of Greek
σαρανταρίζω — Ν [σαραντάρης] (αμτβ.) μπαίνω στην ηλικία τών 40 ετών, γίνομαι 40 χρονών … Dictionary of Greek
τεσσαρακονταετής — ές και ως ουσ. τεσσαρακονταέτης και τεσσαραρακοντούτης, ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τεσσαρακοντούτις Ν, και αττ. τ. αρσ. τετταρακοντούτης και τ. θηλ. τεσσαρακονταέτις, και τεσσαρακοντοῡτις, ούτιδος, ΜΑ 1. αυτός που έχει ηλικία σαράντα χρόνων, σαραντάρης… … Dictionary of Greek